- βαλς
- (γαλλ. valse, γερμ. waltz). Χορός σε χρόνο τριών τετάρτων, που άνθησε τον 19o αι. Μακρινοί του πρόγονοι είναι οι γερμανικοί χοροί αλμάντ, λέντλερ κλπ., που ίσως ερμηνεύονταν με πιο ελεύθερο τρόπο. Ο όρος προέρχεται από το γερμανικό ρήμα walzen, που σημαίνει στροβιλίζω. Παρά τις πολλές επιφυλάξεις ηθικής φύσης (στη Γαλλία, π.χ., εναντιώθηκαν με διάφορους τρόπους) το β. γνώρισε αμέσως τεράστια επιτυχία και οι διασημότεροι συνθέτες, από τον Μπετόβεν έως τον Σούμαν, από τον Σοπέν έως τον Μπραμς, και από τον Τσαϊκόφσκι έως τον Ραβέλ, ασχολήθηκαν με το είδος αυτό. Στην Αυστρία, περίπου στα μέσα του 19ου αι., έπαψε να είναι καθαρή σύνθεση και έγινε χορευτικό είδος που προσαρμοζόταν και σε μικρά ορχηστρικά σύνολα, υπακούοντας όμως σε δικά του σχήματα μορφής. Χάρη στους δύο Γιόχαν Στράους (πατέρα και γιο), το β. δεν γίνεται μόνο δημοφιλέστερο και κομψότερο από ποτέ άλλοτε, αλλά αποκτά και αυτό τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του μουσικού πολιτισμού της Αυστρίας, δηλαδή την ιδιαίτερη ευαισθησία στην ενορχήστρωση, στον ρυθμό, στη δυναμική, στο φραζάρισμα.
Στα τέλη του 19ου αι. ο ρυθμός, που ήταν πρωταρχικό στοιχείο του β., υποχωρεί στο μελωδικό στοιχείο και το ίδιο το β. περνάει –πράγμα που το αδυνατίζει– σε μια άλλη εύθυμη μορφή της βιεννέζικης μουσικής ζωής με τους Φραντς Λέχαρ, Όσκαρ Στράους, Ίμρε Κάλμαν. Στον 20ό αι. γίνεται μια ξεχωριστή τιμή στον επικρατέστερο χορό του 1800 από τον Μορίς Ραβέλ στο συμφωνικό του ποίημα Το βαλς και στο έργο του Ρίχαρντ Στράους Ο ιππότης με το ρόδο.
* * *τοείδος χορού καθώς και το μουσικό κομμάτι που προορίζεται για τον χορό σε μέτρο 3 / 4 ή 3 / 8.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. valse < (γερμ.) Walzer].
Dictionary of Greek. 2013.